δασοπονία — η η δασική οικονομία, η συστηματική μέριμνα και εκμετάλλευση τού δάσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γερμ. Forstwissenschaft). Η λ. μαρτυρείται το 1891 από τον Νικ. Χλωρό στο περιοδικό Προμηθεύς] … Dictionary of Greek
δασοπονικός — ή, ό όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δασοπονία ή στον δασοπόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασοπονία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Νικ. Χλωρό] … Dictionary of Greek
αεροφωτογραφία — Η φωτογραφία που λαμβάνεται από αεροσκάφη με ειδικές φωτογραφικές μηχανές. Οι α. διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τη διεύθυνση του άξονα της φωτογραφικής μηχανής. Όσες λαμβάνονται με άξονα κάθετο προς την επιφάνεια της Γης (ακριβώς… … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
δασοπόνος — ο 1. ο ειδικός στη δασοπονία 2. ο δασολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + πονος < πένομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
δασοστατική — η κλάδος τών δασικών μαθηματικών ο οποίος ασχολείται με τον προσδιορισμό τής ωριμότητας τού δάσους και τών οικονομικών μέσων που χρειάζεται η δασοπονία για να είναι αποδοτική … Dictionary of Greek
υλοστατική — η, Ν παλαιός όρος που δήλωνε τη χρήση τών μαθηματικών στις δασικές επιστήμες προκειμένου να προσδιοριστεί η ωριμότητα ενός δάσους και να ερευνηθούν οι απαιτούμενοι για τη δασοπονία οικονομικοί πόροι καθώς και οι αποδόσεις τους, αλλ. δασοστατική.… … Dictionary of Greek
Γκαμπόν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκαμπόν Έκταση: 267.667 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.308.500 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Λιμπρεβίλ (541.000 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Ισημερινή Γουινέα και το Καμερούν, Α και Ν με τη… … Dictionary of Greek